χατζιλίκι

χατζιλίκι
το, Ν
βλ. χατζηλίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χατζιλίκι — το η ιδιότητα ή ο τίτλος του χατζή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χατζηλίκι — και χατζιλίκι, το, Ν [χατζής] 1. η ιδιότητα και ο τίτλος τού χατζή 2. η επίσκεψη και το προσκύνημα στους αγίους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hacilik] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”